ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ
η διάκριση των τριών εξουσιών
υπό Γεράσιμου Π. Καζάνα
Ο Σάρλ-Λουΐ ντε Σεκοντά (1689-1755) γεννήθηκε στο Μπορντώ. Γόνος ευγενούς καταγωγής τρισήμισυ αιώνων, εκπαιδεύτηκε σε μοναστήρι και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μπορντώ και έγινε σύμβουλος του ανώτατου δικαστηρίου, ασκώντας παράλληλα και τη δικηγορία. Μετά δύο χρόνια κληρονόμησε από το θείο του το αξίωμα του προέδρου του αναθεωρητικού δικαστηρίου του Μπορντώ και έλαβε το όνομα Μοντεσκιέ. Γίνεται δεκτός στην Ακαδημία του Μπορντώ. Αργότερα, το 1726, έγινε δεκτός στην Ακαδημία των Παρισίων. Και τον ίδιο χρόνο πούλησε το αξίωμα του προέδρου του αναθεωρητικού δικαστηρίου.
Έγραψε: «Πραγματεία επί της πολιτικής των Ρωμαίων» (1716), «Περσικά Γράμματα» (1721) και τέλος το σπουδαιότερο έργο του «Περί του Πνεύματος των Νόμων», που το επεξεργάσθηκε επί είκοσι χρόνια.
Δυστυχώς μέχρι τις μέρες μας υπάρχει μια διαχρονική πλάνη, πως την αρχή της διάκρισης των εξουσιών έχει διατυπώσει ο Μοντεσκιέ, ενώ την έχει διατυπώσει ο Αριστοτέλης και μάλιστα με ευρύτερο και δημοκρατικότερο τρόπο.
Θα παραθέσομε έναν αυθεντικό διάλογο του Αριστοτέλη με τον Μοντεσκιέ, που διατυπώνεται στα κείμενά τους, προκειμένου να αποκατασταθεί η αλήθεια δυόμισυ αιώνων πλάνης.
ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ: «Σε κάθε κράτος υπάρχουν τριών ειδών εξουσίες:η νομοθετική εξουσία, η εκτελεστική εξουσία των πραγμάτων, που εξαρτώνται από το δίκαιο των ανθρώπων και η δικαστική εξουσία αυτών, που εξαρτώνται από το αστικό δίκαιο», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: «Είναι μάλιστα τρία μέρη όλων των πολιτευμάτων …… και τα πολιτεύματα διαφέρουν μεταξύ τους στη διαφορά που έχει το καθένα. Και από τα τρία το ένα είναι το κοινοβούλιο περί των κοινών, δεύτερο το αναφερόμενο στις αρχές (αυτό δε ποιες πρέπει να είναι οι αρχές και ποιών αρμοδιοτήτων και ποια πρέπει να είναι η εκλογή τους) και τρίτο το δικάζον. Κύριο, όμως, είναι το κοινοβούλιο, που αποφασίζει περί πολέμου και ειρήνης, συμμαχίας και διάλυσης, νόμων, θανάτου και εξορίας, δήμευσης περιουσίας, εκλογής των αρχών και ευθυνών τους», (Πολιτικά Δ,1297β,14).
ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ: 1.«Όπως μέσα σε ένα ελεύθερο κράτος, κάθε άνθρωπος που υποτίθεται πως έχει ελεύθερη ψυχή θα πρέπει να κυβερνάται από τον εαυτό του, θα έπρεπε και ο λαός ως σύνολο να είχε τη νομοθετική εξουσία»,(Τo Πνεύμα των Νόμων,ΜέροςΒ,Κεφ.3,VI). 2. «Υπάρχουν πάντα άνθρωποι μέσα σε ένα κράτος που ξεχωρίζουν από τη γενιά, τα πλούτη ή τα αξιώματα, αλλά αν, όμως, είναι περιορισμένοι ανάμεσα στο λαό και αν έχουν μόνο μία φωνή, όπως οι άλλοι, η κοινή ελευθερία θα είναι για αυτούς η υποδούλωσή τους και δε θα είχαν το δικαίωμα να υπερασπισθούν τα συμφέροντά τους, η πλειοψηφία των αποφάσεων θα ήταν εναντίον τους. Η συμμετοχή τους στη νομοθεσία θα πρέπει, λοιπόν, να είναι ανάλογη με άλλα προνόμια, που αναλαμβάνουν μέσα στο κράτος. Και αυτό μπορεί να γίνει, όταν σχηματίσουν ένα ξεχωριστό σώμα, που θα έχει το δικαίωμα να προβάλλει την αρνησικυρία (βέτο) στις επιδιώξεις του λαού, όπως και ο λαός θα έχει το ίδιο δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο) στις δικές τους» (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
3.«Το σώμα των ευγενών πρέπει να είναι κληρονομικό. Επειδή είναι τέτοιο, κυρίως, από τη φύση του και πρέπει άλλως τε να έχει μεγάλο ενδιαφέρον διατήρησης των προνομίων τους, μισητά από την ίδια τους τη φύση και που σε ένα ελεύθερο κράτος, πρέπει πάντα να υπάρχει ο φόβος να καταργηθούν.
Επειδή, όμως, μια κληρονομική εξουσία θα μπορούσε να παρασυρθεί στα προσωπικά της συμφέροντα και να παραμελήσει τα συμφέροντα του λαού, θα πρέπει όπου υπάρχει ένα κυριαρχικό δικαίωμα αλλοίωσής του, όπως στους νόμους είσπραξης χρημάτων, να συμμετέχει στη νομοθετική εργασία, παρά μόνο με την ιδιότητα να εμποδίζει (αρνησικυρία, βέτο) και όχι με την ιδιότητα να θεσπίζει», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3, VI).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: «Είναι δε τρία μέρη όλων των πολύ-τευμάτων…..Και από τα τρία το ένα είναι το κοινοβούλιο περί των κοινών…..Κύριο δε το κοινοβούλιο», (Πολιτικά Α,12987β, 14).
ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ: 1. «Η εκτελεστική εξουσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια ενός μονάρχη, γιατί αυτό το τμήμα της κυβέρνησης, που έχει σχεδόν πάντοτε ανάγκη από μια άμεση ενέργεια, διευθύνεται καλύτερα από έναν παρά από πολλούς, ενώ αυτό που εξαρτάται από τη νομοθετική εξουσία συχνά ρυθμίζεται καλύτερα από πολλούς παρά από έναν.
Εάν δεν υπάρχει αναφορά στον μονάρχη και η εκτελεστική εξουσία ανατίθοταν σε ένα ορισμένο αριθμό προσώπων από το νομοθετικό σώμα, τότε δεν θα υπάρχει πλέον ελευθερία, γιατί οι δύο εξουσίες θα έχουν ενοποιηθεί και τα ίδια πρόσωπα μερικές φορές θα μπορούν πάντα να συμμετέχουν και στη μία και στην άλλη», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
2. «Αν η εκτελεστική εξουσία έχει το δικαίωμα να διακόπτει τις εργασίες του νομοθετικού σώματος, θα καταλήξει στο δεσποτισμό. Γιατί θα αναλάβει όλη τη δύναμη, που θα μπορεί να φαντασθεί και να εκμηδενίσει όλες τις άλλες εξουσίες. Αλλά δεν πρέπει και η νομοθετική εξουσία να έχει τη δυνατότητα αντίστοιχα να σταματά την εκτελεστική, γιατί εφ’ όσον η εκτέλεση έχει τα όριά της από τη φύση της, είναι ανώφελο να περιορίζεται, εκτός από αυτό, η εκτελεστική εξουσία ασκείται πάντα πάνω σε στιγμιαίες και προσωρινές υποθέσεις», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
3.- «Aλλά όποιο και αν είναι το πόρισμα της έρευνας, το νομοθετικό σώμα δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει εκείνον, που εκτελεί τις αποφάσεις του. Το πρόσωπό (του μονάρχη) πρέπει να είναι ιερό, γιατί είναι αναγκαίο για το κράτος, να μη γίνεται το νομοθετικό σώμα τυραννικό. Γιατί από τη ώρα που το πρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας θα κατηγορούταν ή θα κρίνοταν, δεν θα υπήρχε πια ελευθερία», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
4.- «Η εκτελεστική εξουσία, όπως είπαμε, πρέπει να συμμετέχει στη νομοθετική εξουσία με τη δυνατότητά της να εμποδίζει (αρνησικυρία – βέτο), χωρίς αυτήν θα είναι σύντομα απογυμνωμένη από τα προνόμιά της. Αλλά αν η νομοθετική εξουσία επεμβαίνει στη δικαιοδοσία της εκτελεστικής, αυτή θα έχει επίσης χαθεί», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: 1. «Εάν δε κάποιος θεωρήσει πως το άριστο πολίτευμα στις πόλεις είναι να κυβερνώνται από βασιλιά, τότε πώς μπορεί να ρυθμισθούν εκείνα, που αφορούν τα τέκνα του; Πρέπει και το βασιλικό γένος να βασιλεύει; Αλλά όσοι έτυχαν να γίνουν μερικοί από αυτούς άνευ προσόντων υπήρξαν επιζήμιοι», (Πολιτικά Γ, 1286β, 15).
2. «Δημοκρατία δε είναι, όταν είναι κύριο το πλήθος», (Πολιτικά Γ’, 1279β). «Της δε ελευθερίας μετέχουν οι πάντες», (Πολιτικά Γ’, 1280α). «Προϋπόθεση μεν, λοιπόν, είναι της δημοκρατίας η ελευθερία» (Πολιτικά ΣΤ,1317α,15).
3. «Ο έλεγχος των αρχόντων και η εκλογή τους είναι το μέγιστο», (Πολιτικά Γ, 1282α).
4. «Προς δε στο άριστο πολίτευμα εκείνος είναι ο πολίτης, που μπορεί και προτίθεται να άρχεται και να άρχει με αρετή στο βίο του», (Πολιτικά Γ’ 1284α).
ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ: «Από τις τρεις εξουσίες για τις οποίες μιλήσαμε, η δικαστική είναι κατά κάποιο τρόπο μηδαμινή. Δεν μένουν παρά δύο (νομοθετική και εκτελεστική) και καθώς έχουν ανάγκη μιας ρυθμιστικής εξουσίας για να τις μετριάζει, το νομοθετικό σώμα των ευγενών είναι απόλυτα κατάλληλο να παράγει αυτό το αποτέλεσμα», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: 1. «Ο δε λόγος καθιστά φανερό το συμφέρον και το βλαβερό και έτσι το δίκαιο και το άδικο. Γιατί αυτό είναι το ίδιον των ανθρώπων προς τα ζώα, ώστε να γνωρίζει το αγαθό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο και να έχει τη αίσθηση όλων των άλλων», (Πολιτικά Α, 1253α).
2. «Η δικαιοσύνη είναι πολιτική. Γιατί η δίκη είναι τάξη της πολιτικής κοινωνίας, η δε δικαιοσύνη κρίση του δικαίου». (Πολιτικά Α, 1253α).
3. «Γιατί κοινωνική αρετή θεωρούμεν πως είναι η δικαιοσύνη», (Πολιτικά Γ’, 1283α).
4. «Φαύλων δικαστηρίων οι αποφάσεις πολλές δημοκρατίες ανέτρεψαν», (Πολιτικά ΣΤ, 1320α).
Ο Μοντεσκιέ, λοιπόν, περιορίζει την πρώτη εξουσία του νομοθετικού σώματος με το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) της εκτελεστικής εξουσίας του μονάρχη. Αλλά και αυτό το διασπά σε δύο για τον έλεγχο της λαϊκής κυριαρχίας. Στο νομοθετικό σώμα των αντιπροσώπων του λαού για την ψήφιση νόμων και στο σώμα των ευγενών για τον έλεγχο και την έγκριση των νόμων με το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) για τη διασφάλιση των συμφερόντων της κληρονομικής τάξης των ευγενών.
Ο Αριστοτέλης αντίθετα καθιερώνει ένα μόνο σώμα, το κοινοβούλιο, ως κυρίαρχη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας περί των κοινών με αρμοδιότητες πέραν του νομοθετικού έργου.
Την εκτελεστική δεύτερη εξουσία ο Μοντεσκιέ τη συνδέει μόνο με τη μοναρχία, ανεξέλεγκτη από το νομοθετικό σώμα των αντιπροσώπων του λαού. Αντίθετα επιθυμεί η εκτελεστική εξουσία της μοναρχίας και η νομοθετική των ευγενών, όπως προαναφέραμε, να ελέγχουν το νομοθετικό σώμα με πλήρη φαλκίδευση της λαϊκής κυριαρχίας για την έγκριση των νόμων με το δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο).
Ο Αριστοτέλης απορρίπτει τη βασιλική εκτελεστική εξουσία. Θεωρεί πως η εκτελεστική εξουσία πασών των αρχών πρέπει να προέρχεται από το λαό. Και οι εκλεγμένοι άρχοντες να έχουν μάθει να άρχονται για να άρχουν με αρετή στο βίο τoυς.
Τη δικαστική εξουσία ο Μοντεσκιέ τη θεωρεί δευτερεύουσα. Ο Αριστοτέλης τη δικαιοσύνη θεωρεί κρίση δικαίου, πολιτική και κοινωνική αρετή και πως οι αποφάσεις φαύλων δικαστηρίων έχουν ως συνέπεια την ανατροπή δημοκρατικών καθεστώτων.
Υπόβαθρο της πολιτειακής σκέψης στη διάκριση των εξουσιών του Μοντεσκιέ οι μονάρχες και οι ευγενείς, ενώ του Αριστοτέλη η λαϊκή κυριαρχία. Όμως δε μπορούμε να παραβλέψομε ιστορικά πως ο Μοντεσκιέ, μαθητής της αρχαίας ελληνικής παιδείας και ,κυρίως, του Αριστοτέλη, υπήρξε μία από της κορυφαίες προσωπικότητες του Διαφωτισμού παρά της ασύνδετες, αποσπασματικές και αντιλαϊκές πολιτειακές προτάσεις του. Έδωσε επιστημονική υποδομή στην πολιτειακή σκέψη στην περίοδο του Διαφωτισμού, ώστε να βγούμε από το σκοτεινό Μεσαίωνα. Εγκλωβισμένος στην ευγενική του καταγωγή
ο Μοντεσκιέ, καθώς και των μοναρχιών η Ευρώπη δεν κατόρθωσαν στη θεωρία και στην πράξη να πλησιάσουν την αριστοτελική σκέψη της διάκρισης των εξουσιών με συνταγματικές διατάξεις της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και της ευρυθμίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η λαϊκή κυριαρχία δηλαδή να εκφράζεται αυτόνομα και δημοκρατικά για την εκλογή των τριών ανεξάρτητων εξουσιών, όπου κυρίαρχο είναι το κοινοβούλιο. Έθεσε, λοιπόν, ο Αριστοτέλης τις θεμελιώδεις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος, γιατί «πολίτευμα δ’έστι το κύριον των πόλεων»,(ΠολιτικάΓ,1279α,7).«Ήκιστα δε μοχθηρόν έστιν δημοκρατία»,
(Τo λιγότερο δε κακό είναι η δημοκρατία,(Ηθικά Νικομάχεια 1160β 22).
Έτσι ο Αριστοτέλης είναι ο μέγιστος πολιτειολόγος όλων των εποχών.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Π. ΚΑΖΑΝΑΣ
Φιλόσοφος, Ποιητής, Οικονομολόγος
η διάκριση των τριών εξουσιών
υπό Γεράσιμου Π. Καζάνα
Ο Σάρλ-Λουΐ ντε Σεκοντά (1689-1755) γεννήθηκε στο Μπορντώ. Γόνος ευγενούς καταγωγής τρισήμισυ αιώνων, εκπαιδεύτηκε σε μοναστήρι και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μπορντώ και έγινε σύμβουλος του ανώτατου δικαστηρίου, ασκώντας παράλληλα και τη δικηγορία. Μετά δύο χρόνια κληρονόμησε από το θείο του το αξίωμα του προέδρου του αναθεωρητικού δικαστηρίου του Μπορντώ και έλαβε το όνομα Μοντεσκιέ. Γίνεται δεκτός στην Ακαδημία του Μπορντώ. Αργότερα, το 1726, έγινε δεκτός στην Ακαδημία των Παρισίων. Και τον ίδιο χρόνο πούλησε το αξίωμα του προέδρου του αναθεωρητικού δικαστηρίου.
Έγραψε: «Πραγματεία επί της πολιτικής των Ρωμαίων» (1716), «Περσικά Γράμματα» (1721) και τέλος το σπουδαιότερο έργο του «Περί του Πνεύματος των Νόμων», που το επεξεργάσθηκε επί είκοσι χρόνια.
Δυστυχώς μέχρι τις μέρες μας υπάρχει μια διαχρονική πλάνη, πως την αρχή της διάκρισης των εξουσιών έχει διατυπώσει ο Μοντεσκιέ, ενώ την έχει διατυπώσει ο Αριστοτέλης και μάλιστα με ευρύτερο και δημοκρατικότερο τρόπο.
Θα παραθέσομε έναν αυθεντικό διάλογο του Αριστοτέλη με τον Μοντεσκιέ, που διατυπώνεται στα κείμενά τους, προκειμένου να αποκατασταθεί η αλήθεια δυόμισυ αιώνων πλάνης.
ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ: «Σε κάθε κράτος υπάρχουν τριών ειδών εξουσίες:η νομοθετική εξουσία, η εκτελεστική εξουσία των πραγμάτων, που εξαρτώνται από το δίκαιο των ανθρώπων και η δικαστική εξουσία αυτών, που εξαρτώνται από το αστικό δίκαιο», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: «Είναι μάλιστα τρία μέρη όλων των πολιτευμάτων …… και τα πολιτεύματα διαφέρουν μεταξύ τους στη διαφορά που έχει το καθένα. Και από τα τρία το ένα είναι το κοινοβούλιο περί των κοινών, δεύτερο το αναφερόμενο στις αρχές (αυτό δε ποιες πρέπει να είναι οι αρχές και ποιών αρμοδιοτήτων και ποια πρέπει να είναι η εκλογή τους) και τρίτο το δικάζον. Κύριο, όμως, είναι το κοινοβούλιο, που αποφασίζει περί πολέμου και ειρήνης, συμμαχίας και διάλυσης, νόμων, θανάτου και εξορίας, δήμευσης περιουσίας, εκλογής των αρχών και ευθυνών τους», (Πολιτικά Δ,1297β,14).
ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ: 1.«Όπως μέσα σε ένα ελεύθερο κράτος, κάθε άνθρωπος που υποτίθεται πως έχει ελεύθερη ψυχή θα πρέπει να κυβερνάται από τον εαυτό του, θα έπρεπε και ο λαός ως σύνολο να είχε τη νομοθετική εξουσία»,(Τo Πνεύμα των Νόμων,ΜέροςΒ,Κεφ.3,VI). 2. «Υπάρχουν πάντα άνθρωποι μέσα σε ένα κράτος που ξεχωρίζουν από τη γενιά, τα πλούτη ή τα αξιώματα, αλλά αν, όμως, είναι περιορισμένοι ανάμεσα στο λαό και αν έχουν μόνο μία φωνή, όπως οι άλλοι, η κοινή ελευθερία θα είναι για αυτούς η υποδούλωσή τους και δε θα είχαν το δικαίωμα να υπερασπισθούν τα συμφέροντά τους, η πλειοψηφία των αποφάσεων θα ήταν εναντίον τους. Η συμμετοχή τους στη νομοθεσία θα πρέπει, λοιπόν, να είναι ανάλογη με άλλα προνόμια, που αναλαμβάνουν μέσα στο κράτος. Και αυτό μπορεί να γίνει, όταν σχηματίσουν ένα ξεχωριστό σώμα, που θα έχει το δικαίωμα να προβάλλει την αρνησικυρία (βέτο) στις επιδιώξεις του λαού, όπως και ο λαός θα έχει το ίδιο δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο) στις δικές τους» (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
3.«Το σώμα των ευγενών πρέπει να είναι κληρονομικό. Επειδή είναι τέτοιο, κυρίως, από τη φύση του και πρέπει άλλως τε να έχει μεγάλο ενδιαφέρον διατήρησης των προνομίων τους, μισητά από την ίδια τους τη φύση και που σε ένα ελεύθερο κράτος, πρέπει πάντα να υπάρχει ο φόβος να καταργηθούν.
Επειδή, όμως, μια κληρονομική εξουσία θα μπορούσε να παρασυρθεί στα προσωπικά της συμφέροντα και να παραμελήσει τα συμφέροντα του λαού, θα πρέπει όπου υπάρχει ένα κυριαρχικό δικαίωμα αλλοίωσής του, όπως στους νόμους είσπραξης χρημάτων, να συμμετέχει στη νομοθετική εργασία, παρά μόνο με την ιδιότητα να εμποδίζει (αρνησικυρία, βέτο) και όχι με την ιδιότητα να θεσπίζει», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3, VI).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: «Είναι δε τρία μέρη όλων των πολύ-τευμάτων…..Και από τα τρία το ένα είναι το κοινοβούλιο περί των κοινών…..Κύριο δε το κοινοβούλιο», (Πολιτικά Α,12987β, 14).
ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ: 1. «Η εκτελεστική εξουσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια ενός μονάρχη, γιατί αυτό το τμήμα της κυβέρνησης, που έχει σχεδόν πάντοτε ανάγκη από μια άμεση ενέργεια, διευθύνεται καλύτερα από έναν παρά από πολλούς, ενώ αυτό που εξαρτάται από τη νομοθετική εξουσία συχνά ρυθμίζεται καλύτερα από πολλούς παρά από έναν.
Εάν δεν υπάρχει αναφορά στον μονάρχη και η εκτελεστική εξουσία ανατίθοταν σε ένα ορισμένο αριθμό προσώπων από το νομοθετικό σώμα, τότε δεν θα υπάρχει πλέον ελευθερία, γιατί οι δύο εξουσίες θα έχουν ενοποιηθεί και τα ίδια πρόσωπα μερικές φορές θα μπορούν πάντα να συμμετέχουν και στη μία και στην άλλη», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
2. «Αν η εκτελεστική εξουσία έχει το δικαίωμα να διακόπτει τις εργασίες του νομοθετικού σώματος, θα καταλήξει στο δεσποτισμό. Γιατί θα αναλάβει όλη τη δύναμη, που θα μπορεί να φαντασθεί και να εκμηδενίσει όλες τις άλλες εξουσίες. Αλλά δεν πρέπει και η νομοθετική εξουσία να έχει τη δυνατότητα αντίστοιχα να σταματά την εκτελεστική, γιατί εφ’ όσον η εκτέλεση έχει τα όριά της από τη φύση της, είναι ανώφελο να περιορίζεται, εκτός από αυτό, η εκτελεστική εξουσία ασκείται πάντα πάνω σε στιγμιαίες και προσωρινές υποθέσεις», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
3.- «Aλλά όποιο και αν είναι το πόρισμα της έρευνας, το νομοθετικό σώμα δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει εκείνον, που εκτελεί τις αποφάσεις του. Το πρόσωπό (του μονάρχη) πρέπει να είναι ιερό, γιατί είναι αναγκαίο για το κράτος, να μη γίνεται το νομοθετικό σώμα τυραννικό. Γιατί από τη ώρα που το πρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας θα κατηγορούταν ή θα κρίνοταν, δεν θα υπήρχε πια ελευθερία», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
4.- «Η εκτελεστική εξουσία, όπως είπαμε, πρέπει να συμμετέχει στη νομοθετική εξουσία με τη δυνατότητά της να εμποδίζει (αρνησικυρία – βέτο), χωρίς αυτήν θα είναι σύντομα απογυμνωμένη από τα προνόμιά της. Αλλά αν η νομοθετική εξουσία επεμβαίνει στη δικαιοδοσία της εκτελεστικής, αυτή θα έχει επίσης χαθεί», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: 1. «Εάν δε κάποιος θεωρήσει πως το άριστο πολίτευμα στις πόλεις είναι να κυβερνώνται από βασιλιά, τότε πώς μπορεί να ρυθμισθούν εκείνα, που αφορούν τα τέκνα του; Πρέπει και το βασιλικό γένος να βασιλεύει; Αλλά όσοι έτυχαν να γίνουν μερικοί από αυτούς άνευ προσόντων υπήρξαν επιζήμιοι», (Πολιτικά Γ, 1286β, 15).
2. «Δημοκρατία δε είναι, όταν είναι κύριο το πλήθος», (Πολιτικά Γ’, 1279β). «Της δε ελευθερίας μετέχουν οι πάντες», (Πολιτικά Γ’, 1280α). «Προϋπόθεση μεν, λοιπόν, είναι της δημοκρατίας η ελευθερία» (Πολιτικά ΣΤ,1317α,15).
3. «Ο έλεγχος των αρχόντων και η εκλογή τους είναι το μέγιστο», (Πολιτικά Γ, 1282α).
4. «Προς δε στο άριστο πολίτευμα εκείνος είναι ο πολίτης, που μπορεί και προτίθεται να άρχεται και να άρχει με αρετή στο βίο του», (Πολιτικά Γ’ 1284α).
ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ: «Από τις τρεις εξουσίες για τις οποίες μιλήσαμε, η δικαστική είναι κατά κάποιο τρόπο μηδαμινή. Δεν μένουν παρά δύο (νομοθετική και εκτελεστική) και καθώς έχουν ανάγκη μιας ρυθμιστικής εξουσίας για να τις μετριάζει, το νομοθετικό σώμα των ευγενών είναι απόλυτα κατάλληλο να παράγει αυτό το αποτέλεσμα», (Το Πνεύμα των Νόμων, Μέρος Β,Κεφ.3,VI).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: 1. «Ο δε λόγος καθιστά φανερό το συμφέρον και το βλαβερό και έτσι το δίκαιο και το άδικο. Γιατί αυτό είναι το ίδιον των ανθρώπων προς τα ζώα, ώστε να γνωρίζει το αγαθό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο και να έχει τη αίσθηση όλων των άλλων», (Πολιτικά Α, 1253α).
2. «Η δικαιοσύνη είναι πολιτική. Γιατί η δίκη είναι τάξη της πολιτικής κοινωνίας, η δε δικαιοσύνη κρίση του δικαίου». (Πολιτικά Α, 1253α).
3. «Γιατί κοινωνική αρετή θεωρούμεν πως είναι η δικαιοσύνη», (Πολιτικά Γ’, 1283α).
4. «Φαύλων δικαστηρίων οι αποφάσεις πολλές δημοκρατίες ανέτρεψαν», (Πολιτικά ΣΤ, 1320α).
Ο Μοντεσκιέ, λοιπόν, περιορίζει την πρώτη εξουσία του νομοθετικού σώματος με το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) της εκτελεστικής εξουσίας του μονάρχη. Αλλά και αυτό το διασπά σε δύο για τον έλεγχο της λαϊκής κυριαρχίας. Στο νομοθετικό σώμα των αντιπροσώπων του λαού για την ψήφιση νόμων και στο σώμα των ευγενών για τον έλεγχο και την έγκριση των νόμων με το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) για τη διασφάλιση των συμφερόντων της κληρονομικής τάξης των ευγενών.
Ο Αριστοτέλης αντίθετα καθιερώνει ένα μόνο σώμα, το κοινοβούλιο, ως κυρίαρχη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας περί των κοινών με αρμοδιότητες πέραν του νομοθετικού έργου.
Την εκτελεστική δεύτερη εξουσία ο Μοντεσκιέ τη συνδέει μόνο με τη μοναρχία, ανεξέλεγκτη από το νομοθετικό σώμα των αντιπροσώπων του λαού. Αντίθετα επιθυμεί η εκτελεστική εξουσία της μοναρχίας και η νομοθετική των ευγενών, όπως προαναφέραμε, να ελέγχουν το νομοθετικό σώμα με πλήρη φαλκίδευση της λαϊκής κυριαρχίας για την έγκριση των νόμων με το δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο).
Ο Αριστοτέλης απορρίπτει τη βασιλική εκτελεστική εξουσία. Θεωρεί πως η εκτελεστική εξουσία πασών των αρχών πρέπει να προέρχεται από το λαό. Και οι εκλεγμένοι άρχοντες να έχουν μάθει να άρχονται για να άρχουν με αρετή στο βίο τoυς.
Τη δικαστική εξουσία ο Μοντεσκιέ τη θεωρεί δευτερεύουσα. Ο Αριστοτέλης τη δικαιοσύνη θεωρεί κρίση δικαίου, πολιτική και κοινωνική αρετή και πως οι αποφάσεις φαύλων δικαστηρίων έχουν ως συνέπεια την ανατροπή δημοκρατικών καθεστώτων.
Υπόβαθρο της πολιτειακής σκέψης στη διάκριση των εξουσιών του Μοντεσκιέ οι μονάρχες και οι ευγενείς, ενώ του Αριστοτέλη η λαϊκή κυριαρχία. Όμως δε μπορούμε να παραβλέψομε ιστορικά πως ο Μοντεσκιέ, μαθητής της αρχαίας ελληνικής παιδείας και ,κυρίως, του Αριστοτέλη, υπήρξε μία από της κορυφαίες προσωπικότητες του Διαφωτισμού παρά της ασύνδετες, αποσπασματικές και αντιλαϊκές πολιτειακές προτάσεις του. Έδωσε επιστημονική υποδομή στην πολιτειακή σκέψη στην περίοδο του Διαφωτισμού, ώστε να βγούμε από το σκοτεινό Μεσαίωνα. Εγκλωβισμένος στην ευγενική του καταγωγή
ο Μοντεσκιέ, καθώς και των μοναρχιών η Ευρώπη δεν κατόρθωσαν στη θεωρία και στην πράξη να πλησιάσουν την αριστοτελική σκέψη της διάκρισης των εξουσιών με συνταγματικές διατάξεις της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και της ευρυθμίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η λαϊκή κυριαρχία δηλαδή να εκφράζεται αυτόνομα και δημοκρατικά για την εκλογή των τριών ανεξάρτητων εξουσιών, όπου κυρίαρχο είναι το κοινοβούλιο. Έθεσε, λοιπόν, ο Αριστοτέλης τις θεμελιώδεις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος, γιατί «πολίτευμα δ’έστι το κύριον των πόλεων»,(ΠολιτικάΓ,1279α,7).«Ήκιστα δε μοχθηρόν έστιν δημοκρατία»,
(Τo λιγότερο δε κακό είναι η δημοκρατία,(Ηθικά Νικομάχεια 1160β 22).
Έτσι ο Αριστοτέλης είναι ο μέγιστος πολιτειολόγος όλων των εποχών.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Π. ΚΑΖΑΝΑΣ
Φιλόσοφος, Ποιητής, Οικονομολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου