Και έκραξε το όρνεο το φέρον το όνομα Τζιμ Ο’ Νιλ, ο αρχιτοκογλύφος πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management: «Ποιός νοιάζεται για την Ελλάδα; Είναι μια θαυμάσια χώρα, αλλά ως μεμονωμένη οικονομία με το συγκεκριμένο χρέος είναι ασήμαντη….»
Και εμείς, στην ύβρη του ένοχου αλαζόνα για το κατά της Ελλάδος συντελεσθέν έγκλημα, απαντάμε διά στόματος του μεγάλου ήρωά μας, του Νικηταρά: « Πάλεψα με τα λιοντάρια, Νίκησα τις τίγρεις και με φάγανε οι κοριοί.»
Ήρθαν αλήθεια οι καιροί που, κατά την λαϊκή έκφραση, σηκώθηκαν τα ποδάρια να χτυπήσουν το κεφάλι και τούτο με την συνδρομή απάτριδων μίσθαρνων «ηγετών» που, υπό τας διαταγάς του διεθνούς Σιωνισμού και των σκοτεινών Στοών, επέπεσαν επί του κορμού της Ελλάδος ως αιμοδιψή βαμπίρ ξοφλώντας τις οποιεσδήποτε συναλλαγματικές της προδοσίας τους για να γίνουν μεγάλοι και τρανοί και υπό το καθεστώς φόβου και βίας πασχίζουν να θεμελιώσουν την αδυναμία ανάκαμψης του φρονήματος της ελληνικής κοινωνίας οδηγώντας την σε αποσύνθεση. Καταραμένη γενιά!!! Καταραμένη φύτρα εχιδνών του πονηρού γένους!!! Βρωμίσατε τις εστίες μας, βρωμίσατε την ζωή μας και τώρα θέλετε να βρωμίσετε και την ψυχή μας.
«Τα δεινά που υφίσταται η χώρα μας, οφείλονται στην κακή εξωτερική πολιτική που ακολουθούμε. Δεν βλέπετε τι γίνεται; Όλα τα πολιτικά μας κόμματα ομολογούν τον καταποντισμό των εθνικών μας θεμάτων και όλα προσπαθούν να εκλεγούν ή να επανεκλεγούν, για να το αποδείξουν…» έγραφε ο Γεώργιος Σουρής στα «πολιτικά ημερολόγια του Ρωμιού» [1886-1896].
Ήρθαν αλήθεια οι καιροί που, κύμβαλα αλαλάζοντα αλυσόδεσαν τον Ελληνικό Λαό σέρνοντάς τον πισθάγκωνα δεμένον στο άρμα των ψευδεπίγραφων εταίρων του που ως μιαρές βδέλλες ροφούν το αίμα της Ελλάδας αφαιρώντας της κάθε ικμάδα. Μιάς Ελλάδας που σήμερα ζεί στο όριο του τίποτα και κάτω από την σκιά μιάς απέραντης ψυχοπνευματικής, οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης από μια χούφτα ανομάτιστων επικυρίαρχων που σκηνοθέτησαν την Αισχύλεια τραγωδία της, μιάς Ελλάδας δεμένης σε έναν πελώριο «σταυρό» με σχήμα Χ να αιωρείται ημίγυμνη στο κέντρο της παγκόσμιας σκηνής του παραλόγου.
Σε αυτά τα δωσίλογα τρωκτικά που εκτρέφονται στους διαδρόμους του ελληνικού κοινοβουλίου παριστάνοντας τους αντιπροσώπους του Λαού, θυμίζω τις γραφές του ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ στο έργο του «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ»: «Πατρίς είναι μία λέξις διά της οποίας όλοι κοινώς εννοούσι την γην, εις ην εγεννήθησαν, οι μόνον ελεύθεροι όμως δύνανται να καταλάβωσι την μεγάλην αυτής σημασίαν, και διά τούτο οι δούλοι αδιαφόρως προφέρουσι τοιούτον όνομα…..».
Σήμερα, την ιερή τούτη ημέρα της Εθνεγερσίας του Ελληνισμού, προσπερνώντας μετά βδελυγμίας τα σκύβαλα του πολιτικού Αυγειακού στάβλου που θρονιάστικαν στις εξέδρες των «επισήμων» ως οι εκπρόσωποι των αρχών κατοχής και στον πανικό τους αποτόλμησαν να αμαυρώσουν την μνήμη των ηρώων μας με την απαγόρευση της συμμετοχής του Ελληνικού Λαού στις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή των εθνομαρτύρων του, θα μιλήσω πρώτα-πρώτα για τους προγόνους μας, που δώσανε τη ζωή τους για την Ελλάδα, αντλώντας ένα Απόσπασμα του Θουκυδίδη από τον «Περικλέους επιτάφιο λόγο» του: «Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια περίσταση, κατά την οποία θρηνούμε και εγκωμιάζουμε τους νεκρούς μας, να τους απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί δεν υπήρξαν ούτε μια στιγμή, κατά την οποία να έπαυσαν να κατοικούν τη χώρα αυτή, και χάρις στην ανδρεία τους διαφύλατταν την ελευθερία της από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών μας και μας την παρέδωσαν ελεύθερη. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. Γιατί επί πλέον εκείνων, τα οποία κληρονόμησαν, απέκτησαν με πολλούς κόπους και κληροδότησαν σε εμάς τους σημερινούς όλη αυτή την επικράτεια που κατέχουμε σήμερα.»
Τούτα τα λόγια είναι ο σπόρος της αφύπνισής μας γιά να διεκδικήσουμε με πάθος την χαμένη υπερηφάνεια και ανεξαρτησία μας, να μετατρέψουμε την αδράνεια σε φλόγα ζωής και δημιουργικότητας που ανερμάτιστοι «ταγοί», κρυμμένοι στην μολυσμένη σκόνη της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων, την έχουν ύπουλα ποδοπατήσει προσπαθώντας να σβήσουν τα χνάρια κάθε ελπίδας αντίστασης και αγώνα. Τούτα τα λόγια είναι ο όρκος ο βαρύς προς τους αείμνηστους προγόνους μας, είναι η πύρινη σφαίρα των μυθικών επαναστατών του 1821 που αποτελούν για εμάς το πρότυπο μιάς ουσιαστικής Εθνικής εξέγερσης και της αδάμαστης αποφασιστικότητάς μας να εφεύρουμε εκ νέου τον πολιτισμό μας πηγαίνοντας κόντρα στους όποιους ψευδεπίγραφους «θεούς».
Σαν σήμερα κάποιοι άλλοι Έλληνες παμμέγιστοι έδιναν την απάντηση στους τότε Τζιμ Ο’ Νιλ που ευαγγελίζονταν τον αφανισμό του Ελληνικού Έθνους και προς απογοήτευσή τους τούτο το Έθνος μεγαλούργησε ξεκινώντας την επανάστασή του με το τίποτα. Το πληροφορηθήκαμε από τα πλέον υπεύθυνα χείλη των αγωνιστών του 1821. Μίλησε στην Πνύκα ο Γέρος του Μωριά με τα λόγια εκείνα της δικής του αντρειοσύνης που κατάφερε να μεταδώσει τα μηνύματα του ηρωϊσμού, της αυταπάρνησης και της προσωπικής ελευθερίας του κάθε μαχητή: «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα", αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι...εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.»
Ποιά μπορεί να είναι η δική μας μεγάλη ιδέα, μια ιδέα που να έλκει το Έθνος προς την εθνική μεγαλοσύνη, που να του δίνει αυτοπεποίθηση και να δικαιολογεί την παρουσία του μέσα στον αιώνα μας και στο αύριο του κόσμου χωρίς να ντρεπόμαστε τις επερχόμενες γενιές; Ποιό μπορεί να είναι το δικό μας ιερό πάθος, που προϋποθέτει διεργασίες και φροντίδες ξεχωριστές; Ποιός μπορεί να είναι ο δικός μας ξεσηκωμός και για ποιά ελευθερία, όντες σήμερα δέσμιοι της απόγνωσης, του ελλείμματος εμπιστοσύνης και του ζόφου στον οποίο μας εγκλώβισαν επίορκοι «θεσμοί»;
Ξέρουμε καλά τι θέλουμε σε τούτο τον κόσμο. Ο Έλληνας θέλει την Ελλάδα του. Αυτήν οραματίζεται ακατάπαυστα, αυτήν υπηρετεί, αυτήν πασχίζει να δημιουργήσει ξοδεύοντας πότε εδώ και πότε εκεί την πολυσύνθετη δημιουργική του ορμή. Μα δεν τη θέλει όπως όπως. Τη θέλει πρωτίστως ελεύθερη και είναι έτοιμος σε κάθε στιγμή να ξαναπάρει φωτιά, να βάλει την δικαιοσύνη εις τα δεινά της, για να επιβιώσει το Έθνος του.
«Ομπρός παιδιά και δεν βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος, σπρώχτε με χέρια και κεφάλια για να’ στραφή ο ήλιος», έγραφε ο αείμνηστος Άγγελος Σικελιανός. Τούτα τα λόγια προδιαγράφουν το όραμα που εμείς οφείλουμε να υπηρετήσουμε. Εμείς θα επιλέξουμε αν θέλουμε να είμαστε ήρωες ή θύματα αποδεικνύοντας στους βανδάλους ότι η τρομοκρατία τους δεν θα επιτύχει να διαρρήξει το αίσθημα της εθνικής μας ενότητας. Το οφείλουμε στους νεκρούς μας ήρωες, το οφείλουμε στο Έθνος μας, το οφείλουμε στα παιδιά μας στα οποία δεν δικαιούμαστε να κληρονομήσουμε το όνειδος της δικής μας ολιγωρίας. Πρέπει να μείνουμε ενωμένοι στις επάλξεις του Έθνους έχοντας κατά νου την ιερή παρακαταθήκη του εθνικού μας τραγικού Αισχύλου στο έργο του [Πέρσες]: « Ώ παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών ». Και σε Νεοελληνική απόδοση: « Εμπρός, των Ελλήνων γενναία παιδιά, να ελευθερώσετε πατρίδα, τέκνα, γυναίκες, και πατρικών θεών σας να ελευθερώστε τα ιερά και των προγόνων τους τάφους. Τώρα για όλα είναι που πολεμάτε ».