Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Juse Manuel Lamarque Γάλλος, Δημοσιογράφος και Φιλέλληνας

Ειλικρινά θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη για το γεγονός ότι εκφέρω τη γνώμη μου για αυτή την υπέροχη χώρα, ενώ ζω μακριά από την Αθήνα, στο Παρίσι, σε μια χώρα πλούσια και ισχυρή. Κάποιοι μπορεί να μου ασκήσουν κριτική λέγοντας μου ότι ζω μεγαλοπρεπώς. Ωστόσο, υποστηρίζω τον ελληνικό λαό, και είμαι δυστυχισμένος, όταν οι Έλληνες φίλοι μου δεν μπορούν πλέον να πάνε στο γιατρό ή να κάνουν μια εξέταση αίματος, ρισκάροντας να έρθουν αντιμέτωποι με τις χειρότερες ασθένειες, τις οποίες δεν θα αντέξουν για οικονομικούς λόγους να πολεμήσουν. Νιώθω δυστυχισμένος όταν διαβάζω τα μηνύματα των Ελλήνων φίλων μου που με πληροφορούν ότι αρνούνται να παραβρεθούν π.χ. σε γάμους και βαπτίσεις, γιατί η βενζίνη είναι ακριβή, και δεν έχουν τα χρήματα για να αγοράσουν ένα δώρο και στενοχωριέμαι, όταν ένας φίλος μου από την Κρήτη μου γράφει ότι δεν μπορεί να δειπνήσει σε μία ταβέρνα με έναν άλλο φίλο του στο Ηράκλειο, γιατί κανένας από τους δύο δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει το λογαριασμό… Αυτή είναι η Ελλάδα σήμερα. Νιώθω λύπη και δυστυχία όταν πληροφορούμαι την αύξηση από τη μια των αυτοκτονιών και από την άλλη των λιποθυμιών ανήλικων μαθητών μέσα στην τάξη, από την πείνα. Δεν αντέχω να βλέπω την εικόνα ηλικιωμένων ανθρώπων να τρώνε απ’ τα σκουπίδια. Μετά λύπης μου, αισθάνομαι αηδία και αγανάκτηση. Αισθάνομαι αηδιασμένος και αγανακτισμένος όταν παρατηρώ ότι δεν συμβαίνει τίποτα αποτελεσματικό, απέναντι σε όλα αυτά. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο άρχισε το 1989 ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Κανείς δεν έλεγε τίποτα. Και με την πάροδο του χρόνου, όλοι εξοικειωθήκαμε με το να βλέπουμε κάθε βράδυ στις ειδήσεις, σε απευθείας σύνδεση στις 20:00, την αρχή μιας γενοκτονίας μέσα από εικόνες σφαγών, βαρβαρότητων, γυναικών και παιδιών που κλαίνε. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, βλέπουμε στην τηλεόραση την Ελλάδα, και μιλάμε για την Ελλάδα, με υποτιμητικά λόγια. Την ημέρα που έγραψα από κοινού με τη Σέρβα δημοσιογράφο Vesna Krstic ένα βιβλίο σχετικά με τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, με τον τίτλο «Βαλκάνια», νόμιζα ότι καταγράψαμε σε αυτό το βιβλίο την τελευταία έκφανση της φρίκης σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Ήμουν λάθος σε μεγάλο βαθμό, γιατί αν σήμερα δεν αντηχούν τα αληθινά όπλα στην Ελλάδα, κάποιοι χρησιμοποιούν όπλα ακόμα πιο καταστροφικά, και παρακολουθούν από την τηλεόραση την εξέλιξη του σχεδίου τους. Κι όμως είμαι ακόμα σοκαρισμένος και αηδιασμένος. Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η Ελλάδα είναι μια γριά πόρνη που δραπέτευσε από ένα χαρέμι, κάπου στη νότια Ευρώπη. Ντροπή σε όσους το πιστεύουν αυτό, θεωρώντας ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Όμως το πιο δραματικό για μένα είναι να ακούω και να διαβάζω τους Έλληνες που δεν ζουν πλέον στην Ελλάδα και δεν δείχνουν καμία συμπόνια, καμία αγάπη, καμία αλληλεγγύη, καμία συμπάθεια για τη χώρα τους και τα αδέλφια τους. Τα χείλη τους ψιθυρίζουν απλώς ότι η κατάσταση είναι σοβαρή, αλλά θεωρούν ότι όλη αυτή η κατολίσθηση του κράτους ήταν προβλέψιμη και αναμενόμενη. Πονάω διπλά και εκνευρίζομαι όταν συναντώ τέτοιους Έλληνες! Δυστυχώς δεν βλέπω σημάδια ισχυρής αλληλεγγύης των Ελλήνων του εξωτερικού για τους Έλληνες στην Ελλάδα, ενώ θα ήθελα πολύ να διαβάζω, να ακούω, να βλέπω εκδηλώσεις συμπαράστασης. Η αιτία της κρίσης στην Ελλάδα είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα. Πρώτον, η κρίση αυτή είναι αποτέλεσμα συνεχών σφαλμάτων της πολιτικής τάξης που ποτέ δεν υπήρξε ώριμη. Η ελληνική πολιτική τάξη γεννήθηκε μέσα στα ερείπια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ελλάδα ήταν ακρωτηριασμένη και πεινασμένη από τη βάναυση γερμανική κατοχή και για αυτό έγινε το παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Ο Στάλιν την ήθελε στη ζώνη επιρροής του, ωστόσο οι Δυτικοί Σύμμαχοι έβλεπαν διαφορετικά το ζήτημα. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δραματικός εμφύλιος πόλεμος. Στη συνέχεια η Ελλάδα τέθηκε υπό νατοϊκό έλεγχο, όπου τα νήματα κινούσαν οι ΗΠΑ. Η γεωγραφική της θέση στη Μεσόγειο ήταν ένα μείζον θέμα τη στιγμή μάλιστα που στη Μαύρη Θάλασσα ο σοβιετικός στόλος ενίσχυε διαρκώς τη δύναμη και το σθένος του. Έτσι η ανώριμη Ελληνική Δημοκρατία αποτελούσε υποχείριο των Αμερικανικών δυνάμεων, ο οποίες προκειμένου να διαφυλάξουν τα στρατιωτικά τους συμφέροντα προτίμησαν τη δικτατορία, αντί για τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Επιπλέον, η στάση της αμερικάνικης διπλωματίας τροφοδότησε παλιές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, λειτουργώντας ως ένας τρόπος για να εγκαθιδρυθεί μια διαρκής γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή αυτή της Ευρώπης, προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων. Η Ελλάδα έχει γεννηθεί και επιβιώσει σε ένα ιδιόμορφο μη-σύστημα. Καθόλη την περίοδο όπου η κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας ήταν βιώσιμη, η ελληνική πολιτική τάξη ήξερε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να διαχειρίζεται και να διοικεί τη χώρα αυτή με τον δικό της τρόπο. Ήταν η εποχή των ‘εξυπηρετήσεων’ μεταξύ φίλων. Ποιος όμως θα είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα; Ποιός δηλαδή θα επιχειρούσε να μεταμορφώσει την Ελλάδα σε μια σύγχρονη δημοκρατία, ώστε να είναι έτοιμη να ενταχθεί πλήρως στην Ευρώπη στο τέλος του εικοστού αιώνα; Η Ελλάδα χρειαζόταν μια ουσιαστική διοικητική δομή με προσωπικό εκπαιδευμένο ώστε να διαχειριστεί αυτή την δημοκρατία, καθ’ ότι η δημοκρατία είναι ένα διαχειριζόμενο μέγεθος. Στην Ελλάδα όμως κάθε εκλογή μετατράπηκε σε μία ιδιότυπη εξαγορά ψηφοφόρων, όπου ο νικητής των εκλογών προσφέρει απλόχερα θέσεις εργασίας, εύνοιες, και προνόμια σε εκείνους τους ψηφοφόρους που τον οδήγησαν στην εξουσία. Η διοικητική αλυσίδα λειτουργούσε όλο και δυσκολότερα μέρα με τη μέρα, αφού παρεμποδίζονταν συνεχώς από τη βούληση και τις πολιτικές που εφαρμόζονταν ώστε να διατηρηθούν τα προνόμια των προσκείμενων στους κυβερνητικούς κύκλους αυλικών. Το χάσμα μεταξύ των απλών ανθρώπων και της άρχουσας τάξης διευρυνόταν δεκαετία με τη δεκαετία. Η πολιτική ψευδοκολακεία αρχικά χαρακτήριζε το πρώτο διοικητικό επίπεδο, όμως εξαπλώθηκε μετέπειτα στο δεύτερο και στο τρίτο μολύνοντας τις διοικητικές δομές ολόκληρης της χώρας. Από την Αθήνα ως τα νησιά οι διοικητικές οδοί ήτανε αχανείς και η μετάδοση της πληροφορίας δεν ήταν δυνατό να συμβεί. Επιπλέον, οι πολιτικές που εφαρμόζονταν σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο διατήρησαν την αύρα και τη φήμη της εκκλησίας, λόγω του αντιστάθηκε σθεναρά κατά την τουρκική κατοχή. Οι άνθρωποι αυτού του κράτους βρισκόντουσαν διαρκώς υπό ένα καθεστώς διοικητικού και πνευματικού εξουσιασμού σε βάθος χρόνου. Κανένας πολιτικός δεν είχε το κουράγιο να διαχωρίσει την εκκλησία από το κράτος. Η εκκλησία όφειλε να πληρώνει φόρους. Πώς όμως να πληρώσει τους φόρους της η εκκλησία, όταν οι άρχουσες τάξεις συστηματικά παρέκαμπταν τις φορολογικές υποχρεώσεις της, υπερασπιζόμενες το δικαίωμα της σε ένα πρωτόγνωρο αφορολόγητο καθεστώς; Μέσα σε αυτό το ιδιόμορφο πλαίσιο έπρεπε να δοθεί πάση θυσία στους Έλληνες το δικαίωμα και η υποχρέωση να γίνουν συνειδητοί και ισότιμοι πολίτες στην ελληνική κοινωνία, αντί να περιορίζονται στην πολιτική επαιτεία. Από την εκπαίδευση ως την υγεία, επιτράπηκε να δημιουργηθεί μια κοινωνία όπου οι δωροδοκίες έγιναν μέρος της καθημερινότητας. Και αυτό ήταν δυνατό, επειδή η ελληνική πολιτική τάξη γνώριζε πάντα ότι οι Έλληνες είναι θαρραλέα και εργατικά άτομα. Οι άνθρωποι ήταν σε θέση να εργαστούν υπερβάλλοντας εαυτόν ώστε να υποστηρίξουν την οικογένειά τους. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι ήξεραν τι επιφυλάσσει το μέλλον, αναφορικά με την εκπαίδευση, και την υγεία, που βρίσκονταν εγκλωβισμένες σε ένα καθημερινό καθεστώς ομηρίας. Καθένας επιδίωκε πάντα να διασφαλίσει αυτό που είναι καλύτερο για την οικογένειά του. Και αν κάποιος ήθελε να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του και να διευκολύνει την καθημερινότητά του, είχε μια μοναδική ευκαιρία: να συμμορφωθεί με τις ιδιοτροπίες των πολιτικών, διοικητικών και κοινωνικών δομών. Η Ελλάδα υπήρξε πάντα χώρα διανοούμενων, καλλιτεχνών, δημοκρατικών ανθρώπων, που πάντα αγωνίζονταν για το μέλλον της χώρας τους, όπως η Μελίνα Μερκούρη, ο Λαμπράκης, ο Θεοδωράκης, ο Καζαντζάκης, ο Κακογιάννης, ο Κώστας Γαβράς, ο Αγγελόπουλος, η Ειρήνη Παπά… Αλλά, όσο διάσημοι κι αν ήταν αυτοί οι άνθρωποι, έπρεπε και αυτοί να αντιμετωπίσουν αυτές τις χίμαιρες που είχαν δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα του ευρωπαϊκού μας λίκνου. Γιατί επρόκειτο για ένα χταπόδι με δηλητηριώδη πλοκάμια. Παρ’ όλα αυτά η πολιτική και η εκκλησία δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για αυτή την κρίση. Όσοι γνώριζαν το ελληνικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του κόσμου των αγορών -αυτή η μη έννοια που δηλητηριάζει τις δημοκρατίες μας- επωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Γνώριζαν τις αδυναμίες της χώρας και τη διαφθορά του συστήματος. Έτσι άρχισαν μια άνευ προηγουμένου συντονισμένη επίθεση αποσκοπώντας στο ξεπούλημα μεγάλων τμήματων της Ελλάδας, ξεκινώντας από το λιμάνι του Πειραιά. Στη συνέχεια, και αφού δε συνάντησαν κανενός είδους αντίδραση σε αυτά τους τα σχέδια, έβαλαν στο μάτι και το τραπεζικό σύστημα της χώρας για το οποίο γνώριζαν με οικονομικά κριτήρια ότι ήταν εύκολο να το καταπιούν με μια μπουκιά. Ο Έλληνας καταναλωτής ήταν αιχμάλωτος των πιστωτικών του καρτών -οι οποίες μπορούμε να πούμε ότι αποτελούσαν την ιδιωτική συλλογή του καθενός- και οι Έλληνες τραπεζίτες πιάστηκαν όμηροι των πολλών και ποικίλων πιστοληπτικών τους προσφορών. Εν ολίγοις, ο διεθνής χρηματοοικονομικός τομέας, γνώριζε ότι σε περίπτωση σοβαρής κρίσης, ο Έλληνας καταναλωτής δεν θα είναι σε θέση να πληρώσει τα χρέη του. Ωστόσο για μια ακόμη φορά η ελληνική πολιτική σκηνή δεν προσπάθησε καν να καθορίσει τη λήξη αυτής της παρτίδας. Οι πολιτικοί άφησαν την κατάσταση να εξελιχθεί, γιατί τα προσωπικά τους οφέλη αυξάνονταν χρόνο με το χρόνο, ενώ κανένας ιεράρχης της εκκλησίας δεν έκανε έκκληση για επιστροφή στη λογική, όσο το κράτος άφηνε την εκκλησία στην ησυχία της. Η σιωπή όμως ισούται με τη συνενοχή όπως λέει και η παροιμία. Η εισαγόμενη κρίση από τις Ηνωμένες Πολιτείες μεταφέρθηκε σε πρώτη φάση στην Ελλάδα, γιατί ήταν η πιο ανίσχυρη και ανοχύρωτη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν επίσης το ιδανικό ζωντανό πειραματόζωο, όπου θα μπορούσε να μετρηθούν συστηματικά σε πραγματικό χρόνο οι συνέπειες της εθνικής χρεοκοπίας στην καθημερινότητα. Από τα γραφεία της Wall Street, τo City του Λονδίνου, ή την Φρανκφούρτη, θα μπορούσε κανείς να υπολογίσει μέρα με τη μέρα τον αριθμό των πτωχεύσεων και των αυτοκτονιών, και να μετρήσει ποσοτικά και ποιοτικά πόσο καιρό οι Έλληνες θα μπορούσαν να αντέξουν, χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, χωρίς τρόφιμα, χωρίς κοινωνική ασφάλιση. Γι ‘αυτό το λόγο σήμερα η κατάσταση είναι πλέον δραματική. Ενόψει των προσεχών εκλογών της 17ης Ιουνίου 2012, είμαι προσεκτικός γιατί δεν θέλω να δώσω απευθείας συμβουλές στους Έλληνες εκλογείς. Πρώτον, επειδή δεν είμαι Έλληνας. Και για αυτό το λόγο δεν έχω κανένα δικαίωμα να υποδείξω στους Έλληνες τι πρέπει να ψηφίσουν. Θα ήθελα απλώς να τους συμβουλέψω να επιδείξουν περισσότερο ανθρωπισμό και αλληλεγγύη. Ελπίζω ότι το μίσος δεν θα γεννηθεί στην Ελλάδα, γιατί το μίσος δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, εκτός από το να οδηγηθεί η χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Πάνω απ’ όλα, είμαστε όλοι οι άνθρωποι και έχουμε το δικαίωμα να ζούμε και να αναπνέουμε όπου και αν βρισκόμαστε, εφ’ όσον σεβόμαστε το δίκαιο της χώρας και του διπλανού μας. Πιστεύω, όμως, ότι είναι καιρός να δοθεί επιτέλους μια ευκαιρία στους νέους ανθρώπους της Ελλάδας. Και να είναι αυτή η νέα γενιά που θα δώσει στην Ελλάδα την κατεύθυνση του μέλλοντος. Η Ελλάδα χρειάζεται μια ισότιμη κοινωνία, η οποία θα οδηγηθεί προς την νεωτερικότητα τηρώντας τα έθιμα, τις συνήθειες και τις ελληνικές παραδόσεις. Η Ελλάδα, όπως και πολλές χώρες της Ευρώπης, χρειάζεται μια νέα πνοή! Η Ελλάδα δεν είναι νεκρή, και θα ανακτήσει την αναπνοή της, αν όλοι οι Έλληνες εγγυηθούν την αλληλεγγύη και την ενότητα! Όλοι οι Έλληνες!-» Ο Jose Manuel Lamarque συστήνεται: Eίμαι δημοσιογράφος, εξειδικευμένος σε ευρωπαϊκά θέματα, και θέματα γεωπολιτικής. Όντας αντιμέτωπος με την κατάσταση στην Ελλάδα, αναρωτήθηκα πώς μπορώ να βοηθήσω θέτοντας τον εαυτό μου στην υπηρεσία του ελληνικού λαού. Ο καλύτερος τρόπος ήταν να μιλήσω απευθείας στους Έλληνες και σε όλους όσους αγαπούν αυτή τη χώρα, μέσω ενός Blogg. Μια τέτοια πλατφόρμα ελευθερίας λόγου μου δίνει την ευκαιρία να μεταφέρω τις σκέψεις μου, τις ιδέες μου και την αγάπη μου για την Ελλάδα. Πιστεύω σε όλες τις πρωτοβουλίες υπέρ αυτής της χώρας, γιατί πρέπει οπωσδήποτε να διασώσουμε και να ξαναδώσουμε την ελπίδα στον ελληνικό λαό, ώστε να του δείξουμε ότι δεν είναι μόνος. Ακόμα κι αν η συνεισφορά μου είναι μια σταγόνα στη Μεσόγειο, πιστεύω ότι το άθροισμα των σταγόνων μπορεί να γίνει ένα ποτάμι. J.M.L.
 [Μετάφραση από τα γαλλικά: Λάζαρος Μαυροματίδης, αναδημοσίευση από tvxs.gr]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου